- απαθανάτιση
- [-ις (-εως)] η , απαθανάτισμός ο увековечение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απαθανάτιση — η κ. απαθανατισμός, ο (Α ἀπαθανάτισις, εως) νεοελλ. η τέχνη ή ο τρόπος να γίνει κάτι αθάνατο, να διατηρηθεί η ανάμνηση του αρχ. η θεοποίηση … Dictionary of Greek
απαθανατισμός — απαθανατισμός, ο και απαθανάτιση, η το να γίνει κανείς αθάνατος: Ο απαθανατισμός του Περικλή έγινε κυρίως με τα έργα στην Ακρόπολη της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)